- αιματοστάτης
- οπολύτιμος λίθος για τον οποίο υπάρχει η αντίληψη ότι έχει την ιδιότητα να σταματά την αιμορραγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] … Dictionary of Greek
αιματοστάτι — το [αιματοστάτης] 1. ο αιματοστάτης* 2. δαχτυλίδι με πέτρα αιματοστάτη … Dictionary of Greek
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
αιματόπετρα — η ο αιματοστάτης* … Dictionary of Greek
matostat — MATOSTÁT, matostate, s.n. Piatră semipreţioasă de culoare verde. [pl. şi: (înv.) matostaturi] – Din ngr. matostátis. Trimis de claudia, 08.10.2003. Sursa: DEX 98 matostát s. n., pl. matostáte Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar orto … Dicționar Român